rumorejar - ορισμός. Τι είναι το rumorejar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι rumorejar - ορισμός


Rumorejar      
v. i.
Produzir rumor.
Sussurrar brandamente.
Correr (um boato); constar.
V. p.
Dizer-se, à boca pequena ou em segrêdo.
Correr o boato de que: "rumoreja-se que o Nobre perde a eleição".
rumorejar      
(rumor+ejar) vti e vint
1 Produzir rumor contínuo; ciciar, sussurrar brandamente: ''A viração fresca do norte rumorejava pelos arbustos'' (Bulhão Pato, ap Morais). ''A fonte rumoreja perto'' (Olavo Bilac). vtd
2 Fazer ciciar ou sussurrar: Suave brisa rumorejava as folhas. vint
3 Correr boato, notícia ou tradição de alguma coisa; constar: As novidades rumorejam. vtd
4 Fazer espalhar-se: As comadres rumorejam boatos.
rumorejar      
v. (-1858 cf. MS 6 )
1 t.d.int. produzir rumor; sussurrar ou fazer sussurrar brandamente; rugir, ruidar, rumorar
vento que rumoreja a plantação ao longe, a fonte rumorejava
2 t.d.int. dizer segredos, falar baixinho; segredar, cochichar
comadres que rumorejam coisas sem importância aqueles senadores costumavam r. nos corredores do Congresso
3 t.d. fazer correr; propalar
r. boatos
-gram a respeito da conj. deste verbo, ver - ejar
-etim rumor + -ejar ; ver rumor- ; f.hist. 1858 rumorejár -sin/var ver sinonímia de mexericar e sussurrar -hom rumorejo(1ªp.s.)/ rumorejo (s.m.)